- ἰχθύσιν
- ἰχθύςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰχθύσιν — Ἰχθύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντικρύ — και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ) επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῡ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.) αρχ. 1. αντιθέτως («κατὰ τὴν… … Dictionary of Greek
συνωρίζω — και αττ. τ. ξυνωρίζω Α [συνωρίς, ίδος] 1. (σχετικά με ζώα) τοποθετώ στον ίδιο ζυγό 2. (αμτβ.) συνδέομαι («ἰχθύσιν ἤ Διδύμοισι συνωρίζουσι κατ αἴθρην», Μαν.) 3. (το β εν. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ.) ξυνωρίζου (ενν. χέρα) ένωσε το χέρι σου με το δικό … Dictionary of Greek